- ευ
- (I)εὖ, επικ. τ. ἐΰ (Α)επίρρ.1. καλά, ορθά, σωστά, όπως πρέπει (α. «εὖ καὶ ἐπισταμένως» — καλά και έμπειρα, Ομ. Ιλ.«εὖ γὰρ σαφῶς τόδ' ἴστε», Αισχύλ.)2. κατ' ευχήν, ευτυχής («ἐΰ οἴκαδ' ἱκέσθαι» Ομ. Ιλ.)3. (και με την ηθική έννοια) ευνοϊκά, φιλικά, ευάρεστα, αίσια4. (με επίθ. ή μτχ.) πολύ (α. «ἐΰ πάντες» — απαξάπαντες, Ομ. Οδ.β. «κάρτα εὖ» — υπερβολικά, Ηρόδ.5. ως ουσ. τo εὖα) το ορθό, το σωστό, το δίκαιο («τὸ δ' εὖ νικάτω» — ας υπερισχύσει το δίκαιο, Αισχύλ.)β) παροιμ. φρ. «οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ» — το καλό δεν βρίσκεται στο πολύ, αλλά το πολύ στο καλόγ) (στην τέχνη) η καλλιτεχνική αρτιότητα, η τελειότητα6. (ως επιφών.) μπράβο, εύγε7. φρ. α) «τὸ εὖ ζῆν» — η ενάρετη ζωήβ) «εὖ ἔχω ή ἥκω» — είμαι καλά, υγιαίνωγ) «εὖ πράττω» — ευτυχώδ) «εὖ ποιῶ» — ευεργετώε) «εὖ πάσχω» — ευεργετούμαιστ) «εὖ λέγω» — επαινώζ) «εὖ ἀκούω» — επαινούμαιη) «εὖ ἠγμένος» — ο καλοαναθρεμμένοςθ) «εὖ γεγονώς» — ο καλής καταγωγής8. εν συνθέσει ως α' συνθετικό επίθ. τής Αρχαίας και τής Νέας σημαίνει κυρίως καλή ιδιότητα αυτού που σημαίνει το β' συνθετικό (συνών. τού καλο-) ή ευκολία ως προς τη δυνατότητα πραγματοποιήσεως αυτού που σημαίνει το β' συνθετικό (συνών. τού ευκολο-) π.χ. ευανάγνωστος, ευκατάστατος κ.λπ.[ΕΤΥΜΟΛ. Ουδέτερο τού επιθ. ἐὺς*, που χρησιμοποιήθηκε ως επίρρ. («καλώς») και απαντά σε αρκετές εκφράσεις (πρβλ. ευ οίδα, ευ πάσχω) καθώς και σε πλήθος συνθέτων (είτε με τη μορφή ευ- είτε ως ηυ-, με μετρική έκταση) από τα οποία πολλά σώζονται μέχρι σήμερα. Το εύ εξάλλου ως α' συνθετικό έχει άλλοτε τη σημασία «εύκολος» (πρβλ. ευανάγνωστος) και άλλοτε τη σημασία «καλός» (πρβλ. εύηχος).ΣΥΝΘ. (κατ' επιλογή) ευάγγελος, ευαγής, ευανάγνωστος, ευαπόδεικτος, ευάρεστος, ευημερία, εύηχος, εύκαιρος, ευκατάστατος, ευκίνητοςαρχ.εύειλος, ευεπίτακτος, ευήρετμος, ευκάρδιος, εύκρηνος, εύμαχος, ευφεγγής, εύωρος, ευώψ, ηΰκομοςαρχ.-μσν.ευάγκαλος, εύεικτος, εύεργος, εύκριτος, εύυδροςμσν.ευαύξητος, ευαύχην, ευδιάμετρος, εύζωδος εύκτιστος, ευμέθυστοςμσν.- νεοελλ.ευλύγιστος, ευσύνοπτος, ευσχήμων, ευυπόληπτοςνεοελλ.ευαίσθητος, ευαρέσκεια, ευδιάθετος, ευεξήγητος, ευεπίφορος, ευοίωνος, ευπρόσβλητος, εύσπλαγχνος, εύστοχος, ευσυνείδητος, εύσωμος, ευφάνταστος].————————(II)εὗ, εγκλιτ. εὑ (Α)ιων. και επικ. τ. 1. αντί οὗ (οὑ), γεν. τής αυτοπαθούς αντωνυμίας τού γ' προσ.2. αντί ἑαυτοῡ, αὑτοῡ3. εγκλιτικώς αντί αὐτοῡ.
Dictionary of Greek. 2013.